- ἀναγρία
- ἀναγρίᾱ , ἀναγρίαtime when hunting was forbiddenfem nom/voc/acc dualἀναγρίᾱ , ἀναγρίαtime when hunting was forbiddenfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναγρία — ἀναγρία, η (Α) 1. έλλειψη άγρας 2. εποχή κατά την οποία απαγορεύεται το κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἄγρα] … Dictionary of Greek